Η σεξουαλική απόρριψη στη ζωή ενός ζευγαριού

Το αίσθημα της απόρριψης είναι, ίσως ένα από τα πιο συνηθισμένα ψυχολογικά τραύματα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι στην καθημερινή μας ζωή. Η βαρύτητα της απόρριψης ποικίλει από μέτρια (όπως παραδείγματος χάριν αν πούμε ένα αστείο σε μια παρέα και δεν γελάσει κανείς) έως και πραγματικά ισοπεδωτική (όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις μη συναινετικού διαζυγίου για τον σύντροφο που δεν το επιθυμεί). Κοινό στοιχείο σε κάθε περίπτωση απόρριψης είναι ο ψυχικός πόνος που προκαλεί στο άτομο. Και πράγματι, όπως έχει διαπιστωθεί σε απεικονιστικές μελέτες, οι περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου που ενεργοποιούνται από το αίσθημα της απόρριψης είναι οι ίδιες που σχετίζονται με τον σωματικό πόνο. Γνωρίζουμε ήδη από προηγούμενες μελέτες ότι ο φυσικός πόνος συνήθως ενεργοποιεί δύο εγκεφαλικές περιοχές, μία που σχετίζεται με την «δυσφορία» του σωματικού πόνου ως συναισθηματικό (ψυχολογικό) ερέθισμα και μία που αφορά τη φυσική αίσθηση του πόνου ως ερέθισμα του σωματοαισθητικού συστήματος. Πώς λειτουργεί, όμως, η απόρριψη στο άτομο, όταν πρόκειται για μια σεξουαλική άρνηση του συντρόφου, συχνά επανειλημμένη, και πώς επιδρά στο δυναμικό της σχέσης μακροπρόθεσμα;

Πολλές φορές έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι η σεξουαλική απόρριψη δεν επιδρά με τον ίδιο τρόπο σε κάθε φύλο. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι γυναίκες θα ενοχλούνταν περισσότερο από μια σεξουαλική απόρριψη δεδομένου ότι προσεγγίζουν το σεξ κυρίως εγκεφαλικά συγκριτικά με τον άνδρα. Η άποψη αυτή βασίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε δύο παραδοχές: Η πρώτη αφορά την «Θεωρία της Αρρενωπότητας» η οποία υποστηρίζει πως οι άνδρες επιθυμούν το σεξ για σωματικούς και επιφανειακούς λόγους παρά για συναισθηματική εγγύτητα με τη σύντροφό τους, επομένως μια σεξουαλική απόρριψη δεν θα τους ενοχλήσει τόσο πολύ καθώς βλέπουν μόνο τη «μισή» εικόνα. Η δεύτερη υπόθεση, βασίζεται στη θεωρία της κοινωνική κατασκευής της σεξουαλικότητας, σύμφωνα με την οποία ο ρόλος του άνδρα είναι να ξεκινάει πάντα τη σεξουαλική αλληλεπίδραση με τη γυναίκα να έχει το ρόλο του αποδέκτη. Επομένως, δεδομένου ότι οι άνδρες θα ξεκινούν συχνότερα μια σεξουαλική επαφή θα πρέπει να είναι σε θέση να αντέξουν και περισσότερη απόρριψη.

Στην πραγματικότητα, όμως, τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Όσο συχνότερα γίνεται αποδέκτης σεξουαλικής απόρριψης ένας από τους δύο συντρόφους, είτε άνδρας είτε γυναίκα,  τόσο περισσότερο μπορεί να πληγεί η εμπιστοσύνη και η αυτοπεποίθησή του, ενώ δεν αποκλείεται να μειωθεί ακόμα και η σεξουαλική του επιθυμία. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός 45χρονου άνδρα που είχε επισκεφτεί το Ινστιτούτο επειδή η σεξουαλική του ζωή με τη σύζυγο διένυε μερικές από τις πιο παγωμένες μέρες της… «Όταν είσαι ο άνδρας και είσαι πάντα εκείνος που κάνει την πρώτη κίνηση, αλλά η σύντροφός σου, σου λέει μόνιμα όχι, όχι, όχι…, νιώθεις εκνευρισμό, μελαγχολία και ενοχές καθώς αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν κάνεις κάτι λάθος εσύ ή αν συμβαίνει και τίποτα χειρότερο…».

Όταν το άτομο από το οποίο βιώνουμε τη σεξουαλική απόρριψη είναι ο σύντροφός μας, ένα πρόσωπο που νιώθουμε ότι μας γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε στον κόσμο και μπορεί να μας «βλέπει» όπως πραγματικά είμαστε χωρίς να υποκρινόμαστε, η απογοήτευση που αισθανόμαστε είναι αναμφίβολα πολύ εντονότερη. Δυστυχώς, όμως, η σεξουαλική απόρριψη είναι μια κατάσταση που βιώνεται πολύ συχνότερα, απ’ ότι μπορεί να πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι, σε μια μακροχρόνια σχέση. Οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινότητας, η εργασιακή πίεση που συχνά μεταφέρεται και στο σπίτι, η δημιουργία οικογένειας και ο ερχομός ενός παιδιού στον κόσμο, είναι μερικοί, μόνο ,από τους παράγοντες που συχνά μεταβάλουν τις ισορροπίες στο δυναμικό της σχέσης ενός ζευγαριού, όπου από ένα σημείο και μετά, η σεξουαλική ζωή μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Εκεί πια, ακόμα και όταν ένας από τους δύο συντρόφους επιχειρήσει να προσεγγίσει σεξουαλικά τον άλλον, «πέφτει» πάνω σε έναν τοίχο ή μια γυρισμένη πλάτη σε ένα κρεβάτι που πλέον χρησιμοποιείται μόνο για ύπνο… Πώς διαχειρίζεται, όμως, ένας άνθρωπος τη σεξουαλική απόρριψη από το σύντροφό του;

Όπως είπαμε και νωρίτερα ο εκνευρισμός είναι ίσως η πιο άμεση και προφανής αντίδραση σε μια σεξουαλική απόρριψη. Σε ένα πρώτο επίπεδο ο σύντροφος μπορεί να εκφράσει την απογοήτευσή του είτε άμεσα, είτε επιλέγοντας αποσπασματικά σχόλια ή υπονοούμενα ελπίζοντας να αντιληφθεί ο άλλος τον υπαινιγμό του. Εάν αυτό δεν βρει ανταπόκριση, ή εάν η κατάσταση εξακολουθεί ακόμα και μετά από μια συζήτηση όπου παρουσιάστηκαν δικαιολογίες και έγινε μια προσπάθεια χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα, καθώς το πραγματικό πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει, τότε δεν αποκλείεται να υπάρξουν πιο έντονες αντιδράσεις, είτε με καυγάδες και συγκρούσεις, είτε με παθητικο-επιθετικές συμπεριφορές (π.χ. ειρωνείες σε ιδιωτικό ή ακόμα και σε δημόσιο επίπεδο, εσκεμμένη παραμέληση υποχρεώσεων). Η παθητική επιθετικότητα, εξάλλου, είναι μια απέλπιδα προσπάθεια του ατόμου να αισθανθεί ότι έχει την εξουσία και να νιώσει αυτοπεποίθηση, ανακουφίζοντας προσωρινά την ένταση που αισθάνεται από το χάσμα που δημιουργείται στην επικοινωνία του με ένα άλλο πρόσωπο.

Ωστόσο, μετά από κάποιο διάστημα, οι περισσότεροι άνθρωποι σταματούν εντελώς να διεκδικούν τη σεξουαλική ανταπόκριση. Το αίσθημα της απόρριψης είναι ιδιαίτερα οδυνηρό, επομένως σταδιακά καθιερώνεται ένα  μοτίβο αποφυγής, όχι μόνο της σεξουαλικής προσέγγισης, αλλά ακόμα και μιας απλής συντροφικής αλληλεπίδρασης, όπως ένα χάδι ή ένα φιλί, βάζοντας ουσιαστικά τη σχέση στο «ψυγείο». Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 100 ετεροφυλόφιλα ζευγάρια ηλικίας 18-53 ετών, όπου διαπιστώθηκε πως όταν ένας από τους δύο συντρόφους φοβόταν ότι θα βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με μια σεξουαλική απόρριψη, απέφευγε την προσέγγιση, δεν σκεφτόταν καν το σεξ και συχνά δεν παρατηρούσε καν «σεξουαλικά μηνύματα» που πιθανώς να δεχόταν από την άλλη πλευρά!

Η σεξουαλική επαφή, επομένως, γίνεται ένα ταμπού για το ζευγάρι με αποτέλεσμα, αργά αλλά σταθερά, να διαβρώνονται τα θεμέλια της σχέσης μειώνοντας τον βαθμό ικανοποίησης από αυτή και οδηγώντας τους δύο συντρόφους στον χωρισμό ή στη δημιουργία παράλληλων δεσμών. Η ανοιχτή επικοινωνία, όμως, η οποία θα εντάξει και τον σύντροφο μέσα στην «εικόνα του προβληματισμού» για την ποιότητα της σεξουαλικής ζωής ήταν και παραμένει πάντα ο μονόδρομος προς την αποκατάσταση του προβλήματος στη σχέση.